- κυψελίδα
- Κηροειδής κίτρινη ύλη, η οποία βρίσκεται μέσα στα αφτιά. Ονομάζεται επίσης κυψελίτης ρύπος. Εκκρίνεται από τους κυψελιδοποιούς αδένες του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Η κ. περιέχει στεαρίνη και ελαιοειδίνη, σάπωνες, άλατα και νερό και χρησιμεύει για να επαλείφει τον έξω ακουστικό πόρο καθώς επίσης να συγκρατεί τη σκόνη και μικρά στερεά σωμάτια. Όταν η συγκεντρωμένη κ. φράζει τον έξω ακουστικό πόρο, μπορεί να προκαλέσει εμβοές του αφτιού και κάποιον βαθμό κώφωσης.
πνευμονικές κ. Μικροί σακοειδείς χώροι που αποτελούν τις τελικές απολήξεις του βρογχικού δέντρου. Σχηματίζονται κατά την πρώτη κραυγή του νεογνού με διάταση του έως εκείνη τη στιγμή συμπαγούς πνευμονικού παρεγχύματος. Μετά τις πρώτες εισπνοές, οι κ. παίρνουν τη μορφή μικρών σάκων, με λεπτότατο τοίχωμα, γύρω από τις οποίες πορεύονται τριχοειδή αγγεία. Στις κ., η συνολική επιφάνεια των οποίων είναι μεγάλη, γίνεται η ανταλλαγή των αερίων, που είναι άλλωστε ο σκοπός της αναπνοής.
* * *η (Α κυψελίς, -ίδος) [κυψέλη]1. μικρή κυψέλη («νεοττεύουσιν ἐν κυψελίσιν ἐκ πηλοῡ πεπλασμέναις μακραῑς», Αριστοτ.)2. η λιπαρή ουσία που εκκρίνεται από ειδικούς σμηγματογόνους αδένες τού δέρματος οι οποίοι βρίσκονται στην είσοδο τού έξω ακουστικού πόρου τού αφτιού, αλλ. κυψελίτης ρύποςνεοελλ.1. μικρή κοιλότητα2. φρ. α) ανατ. «πνευμονικές κυψελίδες» — μικροί σακοειδής χώροι που αποτελούν τελικές απολήξεις τού βρογχικού δένδρουβ) χημ. «ηλεκτρολυτική κυψελίδα» — άλλη ονομασία τού ηλεκτρολυτικού κελλίουγ) (κρυσταλλ.) «μοναδιαία κυψελίδα» — η μικρότερη ομάδα ατόμων σε έναν κρύσταλλο, τής οποίας η περιοδική επανάληψη και προς τις τρεις διαστάσεις δίνει τελικά τη δομή και τις ιδιότητες τού κρυστάλλου.
Dictionary of Greek. 2013.